- ακύλιστος
- και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικάνεοελλ.αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπουαρχ.φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω].
Dictionary of Greek. 2013.